ακεραιότητα του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, μύες, αρθρώσεις, τένοντες κά) και ο σωστός νευρολογικός έλεγχος από το κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός, νεύρα).
Η βάδιση ανήκει στα χαοτικά συστήματα, είναι επομένως μη περιοδική και μη προβλέψιμη σε βάθος χρόνου, ενώ είναι ιδιαίτερη για τον καθένα μας. Κατά τη βάδιση συμμετέχει όλο το σώμα μας και ιδιαίτερα το κάτω μέρος του. Έτσι, έχουμε κινήσεις στη λεκάνη, κινήσεις στα ισχία, κινήσεις στα γόνατα και στους άκρους πόδες. Επίσης, υπάρχουν κάποιες χωροχρονικές παράμετροι, όπως είναι το μήκος διασκελισμού, το μήκος βήματος, το πλάτος βήματος, η ταχύτητα κά. Όσο και αν ακούγεται περίεργο, μόνο το 1% του πληθυσμού έχει φυσιολογικές όλες τις παραπάνω τιμές. Άρα, υπό προϋποθέσεις, σχεδόν όλοι μας θα μπορούσαμε λίγο ή πολύ να βελτιώσουμε τη βάδισή μας.
Οι διαταραχές βάδισης είναι ασυνήθη και μη ελεγχόμενα πρότυπα βάδισης που προκαλούνται από νόσους, τραυματισμούς (στον εγκέφαλο, στην σπονδυλική στήλη, στα πόδια, ακόμη και στο έσω αυτί που ανήκει στα όργανα ισορροπίας). Ειδική κατηγορία αποτελούν τα παιδιά που πάσχουν από νευρομυϊκές παθήσεις (πχ εγκεφαλική παράλυση). Ωστόσο, μπορεί να οφείλονται και σε απλές καταστάσεις, λόγο διαφορετικής μορφολογίας των ποδιών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει συχνά σε παιδιά με πλατυποδία ή κοιλοποδία. Μία μαμά κατά το περπάτημα του παιδιού ή ένας μπαμπάς κατά τη διάρκεια παιχνιδιού με το παιδί μπορεί να διακρίνουν κάποια δυσκολία στη βάδιση, αλλά ακόμη και το ίδιο το παιδί, χωρίς να έχει κάποιο άλλο πρόβλημα, μπορεί να διαμαρτύρεται για εύκολη κόπωση στο περπάτημα ή στο παιχνίδι, να αναφέρει πόνο στο πόδι του, να μη συμμετέχει εύκολα σε δραστηριότητες.
Ένας γιατρός που θα εξετάσει τον ενήλικα ή το παιδί, θα ζητήσει ένα πολύ καλό ιστορικό. Ο ίδιος ο ασθενής ή κάποιος γονέας ή άλλος συνοδός μπορεί να δώσει πολλές πληροφορίες σχετικά με την κληρονομικότητα, διάφορες συνοδές παθήσεις, τυχόν τραυματισμούς που έγιναν στο παρελθόν, περιγραφή των συμπτωμάτων, το χρόνο έναρξης των προβλημάτων κά. Η συνέχεια περιλαμβάνει μία πολύ καλή κλινική εξέταση για την αξιολόγηση τόσο του μυοσκελετικού όσο και του νευρικού συστήματος. Μπορεί να ζητηθεί κάποιος απεικονιστικός έλεγχος, όπως για παράδειγμα μία ακτινογραφία ή και κάποιος ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος, όπως ένα ηλεκτρομυογράφημα. Εξέταση εκλογής για τις διαταραχές βάδισης είναι ένα πελματογράφημα ή ακόμη περισσότερο μία ανάλυση βάδισης.
Συνήθως, στα παιδιά που οι γονείς διακρίνουν κάποια διαταραχή στη βάδισή τους χωρίς να παρουσιάζονται άλλα προβλήματα (νευρολογικά ή μυοσκελετικά), η συγκεκριμένη διαταραχή οφείλεται σε κάποια μορφολογική ανωμαλία του ποδιού, με συχνότερες αυτές που αφορούν την ποδική καμάρα ή τη στροφή του ποδιού προς τα έσω ή έξω.